κατάκορφος

κατάκορφος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που βρίσκεται πάνω στην κορφή: Ο ήλιος είναι κατάκορφος. –Κατάκορφα στο βουνό είναι ένα ρημοκλήσι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατάκορφος — η, ο αυτός που βρίσκεται ακριβώς στην κορυφή, αυτός που είναι στο πιο ψηλό σημείο. επίρρ... κατάκορφα ακριβώς στην κορυφή, στο ακρότατο σημείο τής κορυφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κορφος (< κορ[υ]φή), πρβλ. δί κορφος, πολύ κορφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”